- Μεσσήνιος
- Μεσσήνιοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεσσήνιος — ια, ιο, θηλ. και ία 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μεσσηνία ή αυτός που προέρχεται από τη Μεσσηνία 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο Μεσσήνιος, η Μεσσηνία κάτοικος τής Μεσσηνίας ή αυτός που κατάγεται από τη Μεσσηνία … Dictionary of Greek
Μεσσήνιος — ο θηλ. α ο κάτοικος της Μεσσηνίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μεσσήνιον — Μεσσήνιος masc acc sg Μεσσήνιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυχαρής — Μεσσήνιος Ολυμπιονίκης. Επειδή αδικήθηκε από το συνεταίρο του Σπαρτιάτη Εύαιφνο, πήγε στη Σπάρτη και ζήτησε την τιμωρία του. Οι Σπαρτιάτες όμως αδιαφόρησαν και ο Π., αφού σκότωσε τον Εύαιφνο, συνέχισε να σκοτώνει και κάθε Σπαρτιάτη που συναντούσε … Dictionary of Greek
Μεσσηνίου — Μεσσήνιος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεσσηνίῳ — Μεσσήνιος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεσσήνια — Μεσσήνιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεσσήνιε — Μεσσήνιος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεσσηνία — Μεσσηνίᾱ , Μεσσήνιος fem nom/voc/acc dual Μεσσηνίᾱ , Μεσσήνιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεσσηνίας — Μεσσηνίᾱς , Μεσσήνιος fem acc pl Μεσσηνίᾱς , Μεσσήνιος fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)